-
1 προηγέομαι
A go first and lead the way, Hdt.2.48, 7.40, X.Lac.13.2, etc.; τινι for a person, i.e. guide him, , cf. X.Cyr. 2.1.1; π. τὴν [ ὁδόν] Id.An.6.5.10; of troops, form the van, Id.Cyr.4.2.27; π. πᾶσι [ τοῖς ποσίν] to have all in front, Arist.IA 714a4.2 c. gen., take the lead of,τῶν προόδων ἄλλους προόδους.. προηγεῖσθαι X.Eq.Mag.4.5
;π. τῆς πομπῆς Plb.12.13.11
; of the planets in retrograde motion, get ahead of,ἀπλανῶν ἀστέρων Gem.12.22
: later c. acc.,ἀλλήλους π. τῇ τιμῇ Ep.Rom.12.10
:—c. inf., προήγημαι τὴν τούτων ἐπίδοσιν ποήσεσθαι have taken the initiative in.., BGU1193.11 (i B.C.).3 of things, goes before, precedes,X.
Lac. 13.3;ῥάβδοι π. ἑκάστῳ Plb.6.53.8
.4 [tense] pres. part. προηγούμενος, η, ον, going first, τὸ π. στράτευμα the van, opp. οὐρά, X.Ages.2.2; preceding, foregoing, Phld.Ir.p.94 W.;γράμματα Plu.Pomp.45
.b Math., τὰ π. forward points, i.e. those lying on the same side of the radius vector of a spiral as the direction of its motion, Archim.Spir. 11 Def.6;ἁ π. εὐθεῖα Id.Spir.21
,23.c Astron., τὰ π. ζῴδια signs leading in the daily movement of the heavens, i.e. westerly signs, opp. ἑπόμενα, Gem.1.5, Theo Sm.p.147 H., etc.dτὰ π.
initial data, premisses,Plb.
16.16.6, Arr.Epict.1.20.1;σημεῖα Phld.Sign.36
;φαντασίαι M.Ant.8.49
; π. οὐσία τοῦ ἀγαθοῦ given, i.e. external to the soul, Arr.Epict.3.7.6; τὸ π., opp. τὸ ἐπιγέννημα, ib.7; τὰ π. originals of paintings, Arist.Mu. 396b14.e leading, principal, κατὰ π. λόγον according to a guiding principle, Zeno Stoic.1.48; ὁ π. λόγος, τὸ π. ἔργον, Arr.Epict.1.20.14, 2.5.4; σύν τινι προηγουμένῳ in conjunction with a purpose, Iamb.VP27.131, cf. Plot.4.4.8;χειρὸς οὐσία μὲν ἡ σάρξ, προηγούμενα δὲ τὰ χειρὸς ἔργα Arr.Epict.3.7.24
, cf. 3.22.76; ὑπηρετικὰ ἄλλοις, οὐκ αὐτὰ π. ib.2.8.6; so in Math., π. θεώρημα leading theorem, opp. ἀντίστροφον, Procl.in Euc.p.254F.f Medic., π. αἴτιον predisposing cause, Ath.Med. ap. Gal.15.112, cf. 7.10, al.; π. αἰτίαι antecedent causes, Chrysipp.Stoic.2.264.5 [tense] aor. part., ὁ -ησάμενος the former ἡγεμών, PLips.63.6(iv A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προηγέομαι
См. также в других словарях:
Ρεγιέ, Zορζ Aντουάν Πους — (Rayet, 1839 – 1906). Γάλλος αστρονόμος. Αρχικά διορίστηκε έκτακτος αστρονόμος και τμηματάρχης της μετεωρολογικής υπηρεσίας του αστεροσκοπείου του Παρισιού. Το 1874 διορίστηκε στο πανεπιστήμιο της Μασσαλίας και το 1876 στο Μπορντό όπου, μετά από… … Dictionary of Greek
αστερισμός — Αστέρες που ανήκουν σε μία από τις πολλές περιοχές του ουρανού, με βάση την παλαιά υποδιαίρεσή τους σε ομάδες (τους α.), την οποία έκαναν οι αρχαίοι αστρονόμοι για την αναγνώριση και την ταξινόμησή τους. Η παλιά εμπειρική υποδιαίρεση δεν ήταν… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση … Dictionary of Greek
Καπτέιν, Γιάκομπους Κορνέλιους — (Jacobus CorneliusKapteyn, Μπάρνεβελντ 1851 – Άμστερνταμ 1922). Ολλανδός αστρονόμος. Ίδρυσε το αστεροσκοπείο του Γκρένιγκεν, όπου διεξήγαγε έρευνες για την κατανομή των απλανών αστέρων στο διάστημα. Κύριο έργο του υπήρξε ο καθορισμός της θέσης… … Dictionary of Greek
διπλοί αστέρες — (Αστρον.). Οι αστέρες που, ενώ όταν παρατηρούνται με γυμνό μάτι φαίνονται απλοί, με τη χρήση τηλεσκοπίου ή άλλης μεθόδου αποκαλύπτεται ότι αποτελούν ομάδα από δύο ή τρία ουράνια σώματα. Αυτό συμβαίνει επειδή βρίσκονται περίπου στην ίδια οπτική… … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
Σείριος — (Αστρον.). Απλανής αστέρας, ο α του Μεγάλου Κυνός, ο λαμπρότερος των απλανών αστέρων με φαινομενικό μέγεθος 1,8. Ανήκει στον τύπο των λευκών αστέρων και απέχει περί τα 8,4 έτη φωτός από τη Γη. Ο Σ. είναι διπλός αστέρας· η ύπαρξη του συνοδού του,… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek